- φωσφόριον
- τὸ, Α [φωσφόρος]1. παράσταση, μικρού μεγέθους, τής φωσφόρου θεάς ως έμβλημα σφραγιδοφόρου δαχτυλιδιού2. ναός αφιερωμένος στην παραπάνω θεά3. πιθ. είδος πολύτιμου λίθου4. στον πληθ. τὰ φωσφόριαπαράθυρα οικοδομήματος·
Dictionary of Greek. 2013.